- ψευδωνυμία
- η, ΝΜ [ψευδώνυμος]ψεύτικη επωνυμία, το να έχει κανείς ψευδώνυμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… … Dictionary of Greek